παλίρροια

παλίρροια
πᾰλίρ-ροια (also [suff] πᾰλιρ-οίᾱ S.Fr.832), [dialect] Ion. [suff] πᾰλιρ-οίη, ,
A flowing back, backwater,

δίνας τινὰς . . ἰσχυρὰς καὶ παλιρροίην Hdt. 2.28

; παλιρροία βυθοῦ, of the tide, S. l.c.; παλιρροίῃ ἐπινήχεται, of Delos, Call.Del.193: in pl., Agathem.5.22.
2 generally, reflux, ἡ π. τῆς ὑγρότητος, in the spleen, Arist.PA670b8;

τοῦ θερμοῦ Id.Insomn.461a6

;

ἐς π. ἰέναι Aret. CA1.7

.
3 metaph., παράδοξος π. τῶν πραγμάτων, of fortune, Plb. 1.82.3;

ἡ ἐπ' ἀμφότερα τὰ μέρη τῆς τύχης π. D.

S.18.59; also of ἀνάμνησις, Ph.1.593.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παλιρροία — παλιρροίᾱ , παλίρροια flowing back fem nom/voc/acc dual παλιρροίᾱ , παλίρροια flowing back fem nom/voc/acc dual (ionic) παλιρροίᾱ , παλίρροια flowing back fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιρροίᾳ — παλιρροίᾱͅ , παλίρροια flowing back fem dat sg (attic doric aeolic) παλιρροίᾱͅ , παλίρροια flowing back fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλίρροια — flowing back fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλίρροια — Το φαινόμενο της περιοδικής διακύμανσης της στάθμης των θαλασσών, το οποίο περιλαμβάνει δύο εναλλασσόμενες φάσεις, την πλημμυρίδα (άνοδος της θάλασσας) και την άμπωτη (κάθοδος της θάλασσας). Η π. προκαλείται κυρίως από τη μαγνητική έλξη της… …   Dictionary of Greek

  • παλίρροια — η το περιοδικό ανέβασμα και χαμήλωμα της στάθμης της θάλασσας. Επίθ. παλλιρροϊκός, ή, ό αυτός που αναφέρεται, ανήκει στην παλίρροια: Παλιρροϊκό κύμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλιρροίας — παλιρροίᾱς , παλίρροια flowing back fem acc pl παλιρροίᾱς , παλίρροια flowing back fem gen sg (attic doric aeolic) παλιρροίᾱς , παλίρροια flowing back fem acc pl (ionic) παλιρροίᾱς , παλίρροια flowing back fem gen sg (attic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιρροίαι — παλιρροίᾱͅ , παλίρροια flowing back fem dat sg (attic doric aeolic) παλιρροίᾱͅ , παλίρροια flowing back fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιρροίαις — παλίρροια flowing back fem dat pl παλίρροια flowing back fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιρροίῃ — παλίρροια flowing back fem dat sg (epic ionic) παλίρροια flowing back fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιρροίῃς — παλίρροια flowing back fem dat pl (epic ionic) παλίρροια flowing back fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιρροίῃσι — παλίρροια flowing back fem dat pl (epic ionic) παλίρροια flowing back fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”